- καθοπλισμός
- καθοπλισμόςarmingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθοπλισμός — καθοπλισμός, ὁ (Α) [καθοπλίζω] καθόπλισις*, τέλειος εξοπλισμός … Dictionary of Greek
καθοπλισμοῖς — καθοπλισμός arming masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοπλισμοῦ — καθοπλισμός arming masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοπλισμούς — καθοπλισμός arming masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοπλισμῶν — καθοπλισμός arming masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοπλισμῷ — καθοπλισμός arming masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοπλισμόν — καθοπλισμός arming masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)